- ἀπιθάνου
- ἀπίθανοςincrediblemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφίβολος — η, ο (Α ἀμφίβολος, ον) αυτός που βρίσκεται στα όρια τού πιθανού και τού απίθανου, τού δυνατού και τού αδύνατου, αβέβαιος, άδηλος, αόριστος, προβληματικός 2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε αμφιβολία, σε αβεβαιότητα, που διστάζει νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
Αριόστο, Λουντοβίκο — (Ludovico Ariosto, Ρέτζο Εμιλία 1474 – Φεράρα 1533). Ιταλός ποιητής. Έζησε στην αυλή των δουκών Ντ’ Έστε όπου τέθηκε στην υπηρεσία του καρδινάλιου Ιππόλυτου ντ’ Έστε και του αδελφού του Αλφόνσου Α’. Στα γράμματα αφιέρωνε τις λίγες ελεύθερες… … Dictionary of Greek